- μονοίκητος
- μον-οίκητος, allein bewohnt
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
μονοίκητος — μονοίκητος, ον (Α) αυτός που κατοικείται από έναν μόνο. [ΕΤΥΜΟΛ. < μον(ο) * + οἰκητός < οἰκῶ (πρβλ. ευ οίκητος, ναυσ οίκητος)] … Dictionary of Greek
μονοικήτους — μονοίκητος dwelling alone masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)